γλίνα

γλίνα
η (Μ γλίνη)
1. λίπος που βγαίνει από τον βρασμό κρεάτων και κυρίως χοιρινών
2. στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια κρύου λιπαρού φαγητού ή μένει στα τοιχώματα τού μαγειρικού σκεύους
3. χοιρινό λίπος στο οποίο συντηρούνται καρυκευμένα κρέατα (σύγγλινα)
4. λίγδα
5. γλοιώδης ζύμη πηλού
6. αργιλότοπος (γλιστερός λόγω υγρασίας)
7. άνθρωπος με γλοιώδη χαρακτήρα
8. το φυτό ροκέλλη η φύκοψις, λειχήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *gli (με παρέκταση σε -n-) < *glei- «κολλώ, αλείφω» < (ινδοευρ.) *gel- «συμπυκνούμαι». Ο τ. γλίνα μπορεί να συσχετισθεί με τα αρχ. σλαβ. glě «λάσπη», ρωσ. glίna «άργιλος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γλίνα — γλίνᾱ , γλίνη fem nom/voc/acc dual γλίνᾱ , γλίνη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλίνα — η 1. χοιρινό λίπος, λίγδα: Στην ταβέρνα του χωριού μας μαγειρεύουν πατάτες με γλίνα. 2. λέρα, γλίντζα: Το ξενοδοχείο είχε παντού γλίνα. 3. αργιλώδης πηλός κατάλληλος για κατασκευή αγγείων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλινώνω — [γλίνα] 1. αλείφω με γλίνα κάτι 2. προσθέτω γλίνα στο μαγείρεμα 3. (για έδαφος) γίνομαι γλιστερός …   Dictionary of Greek

  • γλινιάζω — [γλίνα] 1. (για λιπαρά φαγητά και σκεύη) σχηματίζω στην επιφάνεια στρώμα λίπους ή έχω στα τοιχώματα υπολείμματα λίπους 2. (για αργιλότοπο) σχηματίζω γλιστερή λάσπη …   Dictionary of Greek

  • άγλινος — η, ο αυτός που δεν έχει γλίνα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γλίνα] …   Dictionary of Greek

  • γλίτσα — και γλίντζα, γλίτζα, η 1. λίπος από βρασμένο κρέας, κυρίως χοιρινό, η γλίνα* 2. λεκές από λίπος 3. λιπαρή και γλιστερή βρομιά 4. «γλίτσα τής πέτρας» το φυτό ροκέλλη η φύκοψις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς από το κνίσα με τροπή τού σ σε τσ… …   Dictionary of Greek

  • γλινιάρης — α, ικο γεμάτος γλίνα, βρόμικος …   Dictionary of Greek

  • γλινό — το [γλίνα] χοιρινό πάχος …   Dictionary of Greek

  • γλινώδης — γλινώδης, ες (Α) [γλίνα] ο γλοιώδης* …   Dictionary of Greek

  • λίγδα — (I) η (Μ λιγδα) το λίπος, ιδίως το χοιρινό, η γλίνα νεοελλ. 1. λεκές από λίπος ή λάδι 2. μτφ. άνθρωπος τού οποίου η συναναστροφή ρυπαίνει ηθικά τους άλλους 3. κοινή ονομασία τού ψαριού σαργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα (II). Κατ άλλη άποψη, < γλίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”